Ως βρεφική ηλικία, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το διάστημα από τη γέννηση έως το τέλος του 2ου έτους του παιδιού. Στη χρονική αυτή περίοδο παρατηρείται ταχύτατη ανάπτυξη τόσο στο σωματικό όσο και στον ψυχοκοινωνικό τομέα.Στον σωματικό-κινητικό τομέα πραγματοποιούνται αναπτυξιακές αλλαγές που καθιστούν το παιδί ικανό να πραγματοποιεί κάθε μέρα όλο και πιο πολύπλοκες κινήσεις, με κορύφωση την κατάκτηση του σωματικού ελέγχου και την υπερνίκηση της βαρύτητας, με άλλα λόγια να σταθεί όρθιο και να κινηθεί. Στο γνωστικό τομέα το παιδί λειτουργεί αυτόματα και όχι εμπειρικά, δηλαδή οι αντιδράσεις του δεν είναι απόρροια σκέψης, αλλά περισσότερο αντανακλαστικές. Στον γλωσσικό τομέα η εκκίνηση γίνεται με το κλάμα του παιδιού, την παραγωγή των πρώτων ήχων, ενώ γύρω στο πρώτο έτος αρχίζει η παραγωγή λόγου. Το παιδί είναι επίσης σε θέση να καταλαβαίνει αρκετά καλά τις προτάσεις των ενηλίκων αλλά υστερεί στο να χειριστεί το ίδιο σωστά τη γλώσσα. Στο συναισθηματικό/κοινωνικό τομέα, το βρέφος από τη γέννησή του, βρίσκεται σε μια γενική θυμική-συναισθηματική διέγερση, δηλαδή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε κάθε ερέθισμα με το κατάλληλο συναίσθημα. Ωστόσο έως το 2ο έτος στο συναισθηματικό τομέα προκύπτουν όλα τα είδη συναισθήματος (αγάπη, ζήλια, θυμός κ.ο.κ).
Κατά τη βρεφική ηλικία το παιδί κατέκτησε τουλάχιστον μερικώς, την ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης και τώρα στη διάρκεια της νηπιακής ηλικίας (από το 3ο έως το 5ο-6ο έτος) επεκτείνει τις προσπάθειές του στην κατάκτηση της αυτονομίας και της αυτάρκειας, απαραίτητων στοιχείων για τη μετάβασή του στο επόμενο στάδιο (σχολική περίοδος). Στο σωματικό τομέα η ανάπτυξη συνεχίζεται, αλλά με διαφορετικό ρυθμό. Ενώ η μέχρι τώρα ανάπτυξη (0-2 ετών) ήταν σχεδόν καθορισμένη και αυτογενής, στην τωρινή φάση παρουσιάζει ποικιλομορφία και εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από την άσκηση και τις εμπειρίες που βιώνει κάθε παιδί. Χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η ομαλοποίηση των σωματικών αναλογιών. Στον κινητικό τομέα, το παιδί είναι περισσότερο κινητικό από ποτέ προσπαθώντας να κατακτήσει τον κόσμο γύρω του. Τρέχει, ανεβοκατεβαίνει σκάλες, σκαρφαλώνει κλπ. Στο γνωστικό τομέα παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές καθώς εμφανίζεται η συμβολική λειτουργία και η χρήση της γλώσσας. Το παιδί δεν περιορίζεται στις αντανακλαστικές κινήσεις αλλά αρχίζει να παράγει εσωτερικά σύμβολα τα οποία αντιπροσωπεύουν εξωτερικά αντικείμενα και διαμορφώνει σχέσεις ανάμεσα τους. Είναι η περίοδος που δύο στις τρεις προτάσεις του παιδιού ξεκινούν με το «πώς» και το «γιατί» ενώ η σκέψη τους, διακατέχεται από αρκετή φαντασία και εγωκεντρισμό. Στο συναισθηματικό/κοινωνικό τομέα το παιδί διανύει την «πρώτη εφηβεία» με πυκνές τάσεις αυτονομίας και καταπάτηση των ορίων. Περνά από τη βρεφική παιδικότητα σε μια έντονη ενεργητικότητα έχοντας συχνά εκρήξεις θυμού, ζήλιας, πείσματος, ανυπακοής και μη δικαιολογημένες φοβίες. Από την άλλη, αναπτύσσεται η κοινωνικότητα του παιδιού καθώς διευρύνεται ο κοινωνικός του κύκλος, γνωρίζει άτομα εκτός του οικογενειακού του περιβάλλοντος και αρχίζει να συνειδητοποιεί την ύπαρξη κανόνων, ευχαρίστησης και υποχρεώσεων μέσα από το παιχνίδι.
Η σχολική ηλικία ξεκινά περίπου στο έκτο έτος ζωής του παιδιού και τελειώνει στην ηλικία που είναι σεξουαλικώς ώριμο (11ο έτος για τα κορίτσια, 13ο έτος για τα αγόρια). Στο σωματικό τομέα μειώνεται ο ρυθμός αύξησης σε ό,τι αφορά τα σωματικά μέλη και δίνεται έμφαση στην ποιοτική αλλαγή αυτών και τη ρύθμιση των βιοσωματικών και ψυχικών λειτουργιών. Στον νοητικό τομέα το παιδί εγκαταλείπει τον εγωκεντρισμό και τη διαισθητική λογική της νηπιακής ηλικίας και αποκτά μια πιο συνεπή και σταθερή λογική. Επίσης κατακτά λογικά σχήματα (π.χ. σχέσεις ανισότητας, έννοια αριθμού, βάρους, όγκου). Η σκέψη βέβαια δεν έχει ακόμα τελειοποιηθεί καθώς υπολείπεται σε αφηρημένες έννοιες. Στην ηλικία αυτή παρατηρούνται οι μεγαλύτερες διαφορές στο επίπεδο νοημοσύνης ανάμεσα στα παιδιά, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στις σχολικές τους επιδόσεις. Στο κοινωνικο-συναισθηματικό τομέα με την είσοδο του παιδιού στο σχολείο μετατοπίζεται το ενδιαφέρον του από τον εαυτό του στους συνομηλίκους του και αναπτύσσεται η κοινωνικοποίησή του. Το παιδί μαθαίνει να συνεργάζεται, να κάνει φιλίες, να τηρεί τις υποχρεώσεις του και να εντάσσεται σε ομάδες. Στην προσωπικότητά του ενσωματώνονται τώρα η φιλοπονία και η παραγωγικότητα ενώ η αυτονομία, αυτοεξυπηρέτηση και προσωπική πρωτοβουλία αυξάνονται. Τέλος, επιδίδεται στην «ολοκλήρωση έργων» και «επίτευξη στόχων».
Ως αφετηρία της εφηβικής ηλικίας θεωρούμε το χρονικό σημείο που το άτομο αρχίζει να είναι ικανό για αναπαραγωγή (περίπου 11ο έτος για τα κορίτσια, 13ο για τα αγόρια) και ως πέρας αυτής, το χρονικό σημείο που το άτομο είναι έτοιμο να αναλάβει και να υποστηρίξει το ρόλο του ενήλικου. Στο βιοσωματικό και νοητικό τομέα, το σώμα του εφήβου αλλάζει με ταχύτατο ρυθμό και σε όλες τις παραμέτρους του (ύψος, βάρος, αναλογίες, λειτουργία οργάνων) με σημαντικότερη αλλαγή την ωρίμανση της γενετήσιας λειτουργίας. Στο νοητικό έρχεται η ωρίμανση της αφηρημένης σκέψης με ανάπτυξη υποθέσεων, θεωριών, επιλύσεις προβλημάτων και διεύρυνση πνευματικών οριζόντων. Στο συναισθηματικό τομέα υπάρχει φόρτιση και αστάθεια ενώ η περίοδος περιγράφεται ως περίοδος «των καταιγίδων και των έντονων εσωτερικών συγκρούσεων». Εκρήξεις θυμού, τάσεις αυτονομίας, ταλάντωση μεταξύ ακραίων συναισθημάτων και διαμόρφωση ιδανικών λαμβάνουν χώρα. Στον κοινωνικό τομέα παρατηρείται έντονα η τάση για ανεξαρτητοποίηση από τους ενήλικες καθώς και η έντονη προσήλωση στις ομάδες με άτομα της ίδιας ηλικίας και ιδιοσυγκρασίας. Είναι η φάση που το παιδί αποξενώνεται από τους γονείς του και έχει ανάγκη για αυτονομία και κοινωνική αναγνώριση.
Η ενήλικη ζωή ξεκινάει από τα 18 χρόνια ενός ανθρώπου και συνεχίζεται μέχρι και περίπου τα 60 του χρόνια. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη περίοδο διαβίωσης. Σε αυτή την περίοδο ο άνθρωπος μεγαλώνει, εξελίσσεται, παίρνει σημαντικές αποφάσεις που καθορίζουν την ζωή, την εργασία, την οικογένεια κ.τ.λ.. Γίνεται αυτόνομος και έρχεται αντιμέτωπος με όλες τις ευθύνες, τα ρίσκο, τις αγωνίες αλλά και τις χαρές της ανεξαρτησίας που προσφέρει και απαιτεί η ενήλικη ζωή. Στον κοινωνικο/συναισθηματικό τομέα, η ωρίμανση που επέρχεται καθορίζεται από «σημεία» όπως το τέλος της σχολικής εκπαίδευσης, η απομάκρυνση από τη γονική στέγη και η οικονομική αυτονόμηση ενώ σε δεύτερη φάση ο γάμος και η απόκτηση παιδιών. Στη νέα παγκόσμια βιβλιογραφία έχει παρατηρηθεί μια μετάθεση ή «παράταση» της εποχής της ενηλικίωσης. Στις νέες γενιές μοιάζει να εγκαθίσταται μεταξύ των 20 και 30 ετών, ενώ πολλές φορές διαρκεί και πάνω από 10 έτη, κατά τα οποία οι νέοι είναι απασχολημένοι με περαιτέρω εκπαίδευση, «πειραματισμούς» πάνω στην επαγγελματική αλλά και τη συζυγική ζωή και προσωπική αναζήτηση. Ωστόσο τα αυτόνομα βήματα ζωής επηρεάζουν άμεσα την ζωή του ενήλικα καθώς και την ψυχοσύνθεσή του, αφού οι ευθύνες είναι πλέον αρκετές και η εργασία απαραίτητη για να εξασφαλίσει την καλύτερη ποιότητα ζωής του. Όλα έχουν άμεσο αντίκτυπο στον άνθρωπο, καθώς δημιουργείται πίεση, άγχος και εκνευρισμός. Στον γνωστικό τομέα επέρχεται η γνωστική ευελιξία η οποία ορίζεται ως η ικανότητα του εγκεφάλου να προσαρμόζει τη συμπεριφορά και τη σκέψη σε νέες ή απρόβλεπτες καταστάσεις. Λαμβάνοντας υπόψη μία πρότερη υγεία, στην ηλικιακή ομάδα αυτή συχνά εμφανίζονται επίκτητες νευρογενείς διαταραχές ποικίλης αιτιολογίας όπως οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, οι λοιμώξεις, τα αυτοάνοσα νοσήματα, οι αγγειακές παθήσεις, οι εκφυλιστικές ασθένειες, τα νεοπλάσματα καθώς και υπερλειτουργικές διαταραχές φώνησης.
Όλα τα άτομα άνω των 65 ετών ανήκουν τυπικά στην πληθυσμιακή ομάδα των ατόμων της τρίτης ηλικίας. Ο πληθυσμός αυτός είναι ανομοιογενής με άτομα των οποίων η πνευματική, μορφωτική και κοινωνική κατάσταση διαφοροποιείται, όπως ακριβώς και οι ανάγκες τους. Οι αλλαγές που επέρχονται με τη μετάβαση στην τρίτη ηλικία αγγίζουν κυρίως τον βιοσωματικό τομέα καθώς οι σωματικές αλλαγές είναι σημαντικές, τα προβλήματα υγείας προεξέχοντα και οι αντοχές ελαττωμένες. Συγκεκριμένα, η νευρομϋική έκπτωση συντελεί στην εμφάνιση δυσκολιών κίνησης, σίτισης, ομιλίας αλλά και επικοινωνίας. Με τη σειρά τους οι αλλαγές και οι εκπτώσεις αυτές αγγίζουν και τον συναισθηματικό/κοινωνικό τομέα καθώς μειώνεται αισθητά η παραγωγή έργου, γεγονός που έμμεσα σηματοδοτείται και από την συνταξιοδότηση. Επιπλέον, τα αυξημένης πιθανότητας προβλήματα υγείας οδηγούν συχνά σε κοινωνική απομόνωση από τον περίγυρο καθώς και από τα μέλη της οικογένειας. Έτσι, υπάρχει αυξημένο άγχος, επιρροή στη διάθεση, αίσθημα έλλειψης συμπαράστασης, απαισιοδοξία, ελάττωση λήψης πρωτοβουλιών, διαταραχές ύπνου ή όρεξης και μείωση κοινωνικών επαφών.Στον γνωστικό τομέα κάνουν την εμφάνισή τους ελλείμματα στη μνήμη, την προσοχή, την ταχύτητα επεξεργασίας, τη γλώσσα, τις εκτελεστικές λειτουργίες και τις οπτικοχωρικές και κατασκευαστικές ικανότητες. Κάποια από αυτά τα ελλείμματα είναι αναμενόμενα και αποτελούν κομμάτι της «φυσιολογικής γήρανσης» ενώ άλλα είναι αποτέλεσμα νοσολογικών καταστάσεων (π.χ. του κεντρικού νευρικού συστήματος όπως οι άνοιες).